- συντύραννος
- ὁ, ἡ, Α [τύραννος]αυτός που είναι τύραννος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντυράννων — συντύραννος fellow tyrant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυραννώ — έω, ΜΑ [συντύραννος] μσν. παθ. συντυραννοῦμαι, έομαι βασανίζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. συμμετέχω στην άσκηση απόλυτης εξουσίας, μετέχω σε τυραννίδα … Dictionary of Greek